- υπερχειλής
- -ές, / ὑπερχειλής, -ές, ΝΜΑ(για δοχείο και παρόμοιες κατασκευές ή φυσικούς χώρους) γεμάτος και πάνω από τα χείλη, ξέχειλος («ὑπερχειλεῑς κρατῆρες», Πολυδ.)μσν.-αρχ.υπερπλήρης, τελείως γεμάτος («σιτοθῆκαι ὑπερχειλεῑς καὶ ὑπέραντλοι», Θεμιστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. ἐπι-χειλής].
Dictionary of Greek. 2013.